- καταπέρδομαι
- καταπέρδομαι (Α)(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πέρδομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.